ἀκροχειριζέσθων — ἀκροχειρίζομαι pres imperat mp 3rd pl ἀκροχειρίζομαι pres imperat mp 3rd dual ἀκροχειρίζω take hold of pres imperat mp 3rd pl ἀκροχειρίζω take hold of pres imperat mp 3rd dual … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀκροχειριζόμενον — ἀκροχειρίζομαι pres part mp masc acc sg ἀκροχειρίζομαι pres part mp neut nom/voc/acc sg ἀκροχειρίζω take hold of pres part mp masc acc sg ἀκροχειρίζω take hold of pres part mp neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ακροχείρισις — ἀκροχείρισις, η (Α) [ἀκροχειρίζω] ο ακροχειρισμός … Dictionary of Greek
ακροχειρισμός — ἀκροχειρισμός, ο (Α) [ἀκροχειρίζω] το να παλεύει κανείς με τα χέρια του και όχι να συμπλέκεται με ολόκληρο το σώμα του … Dictionary of Greek
ακροχειριστής — ἀκροχειριστής, ο (Α) [ἀκροχειρίζω] αυτός που παλεύει χρησιμοποιώντας τα χέρια του … Dictionary of Greek
ἀκροχειριεῖται — ἀκροχειρίζομαι fut ind mid 3rd sg (attic epic doric aeolic) ἀκροχειρίζω take hold of fut ind mid 3rd sg (attic epic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀκροχειριζόμενοι — ἀκροχειρίζομαι pres part mp masc nom/voc pl ἀκροχειρίζω take hold of pres part mp masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀκροχειριζόμενος — ἀκροχειρίζομαι pres part mp masc nom sg ἀκροχειρίζω take hold of pres part mp masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀκροχειρισάμενοι — ἀκροχειρίζομαι aor part mid masc nom/voc pl ἀκροχειρίζω take hold of aor part mid masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀκροχειρίζειν — ἀκροχειρίζομαι pres inf act (attic epic) ἀκροχειρίζω take hold of pres inf act (attic epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)